- ἱπποποτάμου
- ἱπποπόταμοςhippopotamusmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ταούρτ — η, Ν μυθ. θεά τής Αιγύπτου, αγαθοεργή προστάτιδα τής ευφορίας και τής τεκνοποιίας, η οποία παριστανόταν με κεφάλι και σώμα ιπποποτάμου σε όρθια θέση, ουρά κροκοδείλου και νύχια λιονταριού … Dictionary of Greek
ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
ανθρακοθήριο — (anthracotherium). Γένος απολιθωμένων αρτιοδακτύλων θηλαστικών του ολιγοκαίνου. Ανήκει στην οικογένεια των ανθρακοθηριιδών. Το μέγεθός του κυμαίνεται από το μέγεθος βοδιού έως το μέγεθος ιπποπόταμου. Ένα α. του πρώτου μεγέθους βρέθηκε σε… … Dictionary of Greek
Μουσείο Παλαιοντολογίας Τορναρίτη-Πιερίδη (Δημοτικό, Λάρνακας Κύπρου) — Το μουσείο λειτουργεί στις επισκευασμένες αποθήκες του τελωνείου κοντά στο λιμάνι της Λάρνακας (πλατεία Ευρώπης). Στην προθήκη 1 της πρώτης αίθουσας εκτίθενται ημιπολύτιμοι λίθοι, ενώ δεξιά της, στον τοίχο, έχουν αναρτηθεί τρία φύλλα από ένα… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λεμεσού (Κύπρου), Επαρχιακό — Το μουσείο, που χτίστηκε το 1975 (Κάνιγγος & Βύρωνος, Λεμεσός), εκτός από ευρήματα από τους σημαντικούς αρχαίους οικισμούς της Αμαθούντος, ανατολικά, και του Κουρίου, δυτικά της Λεμεσού, περιλαμβάνει ευρήματα από περίπου τριάντα άλλους… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… … Dictionary of Greek
Μπες — Αιγυπτιακή θεότητα που είχε γίνει δημοφιλέστατη από την εποχή της 12ης Δυναστείας (20ός – 18ος αι. π.Χ.). Ήταν μαζί με την Τύερι, τη θεά με τη μορφή ιπποπόταμου, οικιακό πνεύμα, προστάτης της οικογενειακής εστίας. Τον θεωρούσαν προστάτη του ύπνου … Dictionary of Greek